- έλικας
- έλικας, ο και έλικα, η και έλιγκας, ο1. γύρος, σπειροειδής γραμμή, καθετί που έχει περιστραφεί με σπειροειδή τρόπο.2. (μαθ.), καμπύλη γραμμή που γράφεται από σημείο που μετακινείται με ίση ταχύτητα σε μια ευθεία, ενώ η ευθεία στρέφεται με ίση επίσης ταχύτητα γύρω από ένα από τα άκρα της σε ένα επίπεδο.3. (μαθ.), η καμπύλη γραμμή που διαγράφεται σε κυλινδρική επιφάνεια, όπως η γραμμή της βίδας.4. (ανατ.), καθεμιά από τις προεξέχουσες πτυχές του εγκέφαλου και της παρεγκεφαλίδας.5. (ανατ.), καθεμιά από τις αναδιπλώσεις του λεπτού εντέρου.6. (βοτ.), όργανο των αναρριχητικών φυτών, που περιτυλίγεται στα στηρίγματά τους και υποβοηθεί την αναρρίχηση, η ψαλίδα.7. (ζωολ.), η επιστημονική ονομασία του σαλίγκαρου, του σάλιαγκα.8. (αρχιτ.), τα σπειροειδή άκρα του ιωνικού κιονόκρανου.9. (μηχ.), όργανο προωθητικό, που αποτελείται από δύο, τρία ή τέσσερα πτερύγια σε ελικοειδή διάταξη, η προπέλα: Ο έλικας του αεροπλάνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.